ἁγνός

ἁγνός
ἁγνός (ἁγνῷ, -όν; -οί: -άν; -αί: -όν acc.: superl. -όταται)
1 holy.
a of persons, divine or semi-divine καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (sc. Ἥλιον.) O. 7.60Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103ἁγνὸν Ἀπόλλων”. P. 9.64 ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.
b of things, belonging to, or administered by divinities

καὶ μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε O. 3.21

ἀείδει μὲν ἅλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν sc. of Pallas Athene. O. 5.10 τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (cf. Ἁφαίστοιο v. 25) P. 1.21

ἔνθ' ἁγνὸν Ποσειδάωνος ἕσσαντ ἐνναλίου τέμενος P. 4.204

πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ I. 6.74

(Ζεύς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.
c frag. ]ἁγνᾶς αγι[ Πα. 7. c. 1.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἅγνος — ἄγνος , ἄγνος chaste tree fem nom sg ἄγνος , ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγνος — chaste tree fem nom sg ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνός — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγνω — ἄγνος chaste tree fem nom/voc/acc dual ἄγνος chaste tree fem gen sg (doric aeolic) ἄγνος chaste tree masc nom/voc/acc dual (attic) ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνά — ἁγνός pure neut nom/voc/acc pl ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc/acc dual ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότερον — ἁγνός pure adverbial comp ἁγνός pure masc acc comp sg ἁγνός pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνοτάτω — ἁγνός pure masc/neut nom/voc/acc superl dual ἁγνός pure masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνοτάτων — ἁγνός pure fem gen superl pl ἁγνός pure masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”